Τι είναι το γλαύκωμα

Γλαύκωμα

Το γλαύκωμα αποτελεί μια ομάδα από παθήσεις των οφθαλμών, οι οποίες έχουν σαν κοινό χαρακτηριστικό την προοδευτική, μη αναστρέψιμη βλάβη στο οπτικό νεύρο του οφθαλμού. Το οπτικό νεύρο λειτουργεί σαν ένα “ηλεκτρικό καλώδιο” που περιέχει 1 εκατομμύριο νευρικές ίνες και μεταφέρει την εικόνα που βλέπουμε στον εγκέφαλο. Όταν το οπτικό νεύρο υποστεί κάποια βλάβη, τότε οι νευρικές ίνες δεν μπορούν να μεταφέρουν καλά την εικόνα στον εγκέφαλο και η όραση σιγά σιγά εξασθενεί.

Το γλαύκωμα προσβάλει περίπου το 2% του γενικού πληθυσμού, δηλαδή ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Αποτελεί τη δεύτερη πιο συχνή αιτία τύφλωσης παγκοσμίως με περισσότερους από 200.000 Έλληνες να πάσχουν ήδη από τη νόσο, ενώ περισσότερα από 40.000 χιλιάδες άτομα αναμένεται να την εμφανίσουν, μέσα στην επόμενη πενταετία.

Αν και η ακριβής αιτία είναι άγνωστη, ο λόγος που συνήθως στο γλαύκωμα καταστρέφεται το οπτικό νεύρο, είναι η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση (δηλαδή η εσωτερική πίεση του ματιού). Αυτή η πίεση προέρχεται από την συσσώρευση του υδατοειδούς υγρού, το οποίο είναι το διαυγές υγρό που παράγεται, κυκλοφορεί και στη συνέχεια αποχετεύεται συνεχώς από το μάτι σας. Όταν υπάρχει διαταραχή της ισορροπίας ανάμεσα στην παραγωγή και την αποχέτευση του υδατοειδές υγρού (συνήθως επειδή το αποχετευτικό σύστημα του ματιού δεν λειτουργεί σωστά), η πίεση μέσα στο μάτι αυξάνεται και βλάπτει το οπτικό νεύρο.

Η αυξημένη πίεση στο μάτι είναι αναμφίβολα ο πιό σημαντικός γνωστός παράγοντας κινδύνου αλλά δεν αρκεί από μόνη της για να γίνει η διάγνωση. Υπάρχουν εξάλλου μορφές γλαυκώματος χωρίς πίεση (γλαύκωμα φυσιολογικής ή χαμηλής πίεσης) στις οποίες η πίεση παίζει μικρότερο ρόλο.

Υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες κινδύνου που η ύπαρξή τους προδιαθέτει για την εμφάνιση γλαυκώματος. Τέτοιοι είναι :

  • η προχωρημένη ηλικία. Το γλαύκωμα συνήθως εμφανίζεται μετά τα 60 έτη
  • το οικογενειακό ιστορικό. Πιο συχνά παρουσιάζεται σε άτομα με ιστορικό γλαυκώματος στην οικογένεια. Είναι μια κληρονομική νόσος κατά 20%. Το κληρονομικό ιστορικό είναι σημαντικός παράγοντας κινδύνου. Υπολογίζεται ότι η εμφάνιση γλαυκώματος είναι έως και 4 φορές αυξημένη όταν υπάρχουν συγγενείς πρώτου βαθμού με γλαύκωμα.
  • η φυλή. Ατομα της μαύρης φυλής παρουσιάζουν μεγαλύτερο κίνδυνο έναντι των καυκάσιων
  • η μυωπία. Οι μύωπες αναπτύσσουν πιο συχνά γλαύκωμα
  • οι αγγειακές παθήσεις. Σε ορισμένους τύπους γλαυκώματος πιθανόν συνυπάρχει μειωμένη αιματική ροή με συνέπεια το οπτικό μας νεύρο να μην διατρέφεται σωστά. Αιτίες που δημιουργούν μειωμένη αιματική ροή, είναι κυρίως αυτές που έχουν σχέση με το καρδιακό και αγγειακό μας σύστημα.
  • λεπτός κερατοειδής. Τα τελευταία χρόνια πολυκεντρικές μελέτες ανέδειξαν τη σημασία ενός νέου παράγοντα κινδύνου, το πάχος του κερατοειδούς. Εξεταζόμενοι με λεπτότερο κερατοειδή έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης γλαυκώματος σε σχέση με τους έχοντες φυσιολογικό ή αυξημένο πάχος κερατοειδούς.
  • Μακροχρόνια χρήση κορτιζόνης (κυρίως τοπικά)

Δυστυχώς οι περισσότεροι ασθενείς που έχουν γλαύκωμα, δεν αντιλαμβάνονται κάποιο σύμπτωμα παρά μόνο όταν έχουν χάσει σημαντικό μέρος της όρασής τους. Το γλαύκωμα χαρακτηρίζεται και ως σιωπηλή νόσος ή «σιωπηλός κλέφτης της όρασης», αφού τα συμπτώματα της νόσου δεν είναι εμφανή για μεγάλο χρονικό διάστημα (με εξαίρεση κάποιους τύπους γλαυκώματος όπως το οξύ γλαύκωμα). Σε αντίθεση με τον καταρράκτη όπου η όραση θαμπώνει, στο γλαύκωμα η κεντρική όραση είναι συνήθως καθαρή και δεν επηρεάζεται παρά μόνον κατά τα τελευταία στάδια. Αυτό αποτελεί και τον κυριότερο λόγο για τον οποίο οι μισοί περίπου από τους ασθενείς με γλαύκωμα δεν γνώριζαν ότι πάσχουν από αυτό μέχρι τη στιγμή της διάγνωσης. Αν μείνουν χωρίς θεραπεία, τα άτομα με γλαύκωμα χάνουν σιγά-σιγά τη περιφερική (πλευρική) όρασή τους, έως ότου καταλήξουν να βλέπουν σαν μέσα από ένα κεντρικό τούνελ. Με την πάροδο του χρόνου, ακόμη και η κεντρική όραση μπορεί να επιδεινωθεί μέχρι να μην παραμένει καθόλου όραση. Οι απώλειες της όρασης που οφείλονται στο γλαύκωμα είναι, στο μεγαλύτερο μέρος τους, μόνιμες.

Εφόσον βρεθεί αυξημένη πίεση στο μάτι και δεν υπάρχουν βλάβες στο οπτικό νεύρο, στις οπτικές ίνες και στο οπτικό πεδίο τότε μιλάμε για οφθαλμική υπερτονία και όχι για γλαύκωμα. Είναι μια κατάσταση η οποία δεν χρειάζεται απαραίτητα θεραπεία αλλά απαιτεί στενή παρακολούθηση. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι μόνο ένας στους δέκα ασθενείς με οφθαλμική υπερτονία εμφανίζει τελικά γλαύκωμα. Εφόσον όμως η πίεση είναι μεγαλύτερη του 27 ή 28 mmHg, τότε οι πιθανότητες να εμφανιστεί γλαύκωμα είναι πάρα πολύ μεγάλες και η διάγνωση είναι σχεδόν σίγουρη, ανεξάρτητα από τα παθολογικά ευρήματα.